απέκκριση

απέκκριση
η
η φυσιολογική λειτουργία με την οποία ο οργανισμός απομακρύνει τα αζωτούχα παραπροϊόντα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απεκκρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • αποκάθαρση — η (AM ἀποκάθαρσις, εως) 1. ο πλήρης καθαρισμός 2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση 3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων αρχ. μσν. η σκουριά …   Dictionary of Greek

  • απόκριση — η (AM ἀπόκρισις) 1. απάντηση 2. απολογία 3. η απέκκριση αρχ. μσν. αποστολή, παραγγελία αρχ. 1. διαχωρισμός, διάκριση 2. είδος χορού …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • μυοσφαιρινουρία — η ιατρ. απέκκριση μυοσφαιρίνης στα ούρα είτε ύστερα από βαριά μυϊκή κάκωση είτε ιδιοπαθώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. γαλλ. myoglobinurie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + globine, βλ. λ. μυοσφαιρίνη + ουρία < ούρον)] …   Dictionary of Greek

  • οξαλουρία — η ιατρ. η απέκκριση μεγάλης ποσότητας οξαλικών αλάτων με τα ούρα ως αποτέλεσμα υπεροξαλαιμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxaluria (< οξαλ(ο) * + ουρία < ουρώ)] …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθουρικός — ή, ό φρ. «ορνιθουρικό οξύ» χημ. ακυλαμινοξύ που εκκρίνεται από τα νεφρά ορισμένων πτηνών και διευκολύνει την απέκκριση τών δυσδιάλυτων λιπόφιλων ενώσεων βενζοϊκό οξύ και φαινυλοξικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • ουροσωληνάρια — τα ανατ. σωληνάρια τού νεφρικού παρεγχύματος στα οποία γίνεται η απέκκριση τών ούρων, αλλ. ουροφόρα σωληνάρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”